Αυτή τη φορά ήταν 4 [ΚΕΝΟ] ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ, χρειάστηκε βλέπετε να ανέβω Θεσσαλονίκη για να ξενοικιάσουμε το σπίτι της κόρης μου στη Σίνδο.
Το περίμενα πώς και πώς. Τόσο για το ταξίδι αυτό καθ'αυτό, όσο και για το ότι θα ηρεμήσουμε λίγο οικονομικά.
Γύρισα πίσω με ανάμεικτα συναισθήματα. Θα μου λείψει αυτή η εμπειρία, παρόλο που δεν ανέβαινα τόσο συχνά.
Θα μου λείψει η Σίνδος. Μην νομίζετε, δεν είναι και κάτι το ιδιαίτερο, αντίθετα... Ένα μεγάλο χωριό είναι, που δεν το λες και παραδοσιακό. Παραδίπλα είναι η βιομηχανική ζώνη. Παρά την εμφανή ανάπτυξη και πολλά νεόδμητα κτίρια, αρκετά άλλα κτίσματα είναι γκρεμισμένα ή εγκαταλελειμμένα και υπάρχει ενίοτε διάσπαρτη μια κάποια αίσθηση μιζέριας.
Και πάλι, θα προτιμούσα χίλιες φορές να ζω εκεί παρά στη μεγαλούπολη. Τίποτα δεν υποκαθιστά αυτό που νιώθω όταν σηκώνω το βλέμμα στο δρόμο και το αφήνω να χάνεται ως το τέρμα του ορίζοντα. Όταν προσπαθεί η ματιά να μετρήσει τον ουρανό και δεν τα καταφέρνει. Όταν νιώθεις στο δέρμα σου και στην αναπνοή σου την καθαρότητα της φύσης.
Δεν τη μπορώ την πόλη. Τη θεωρώ το μεγαλύτερο αμάρτημα της ανθρωπότητας, τον χειρότερο κανιβαλισμό της. Την απόλυτη Αλλοτρίωση. Και πλέον καταλαβαίνω όσο δεν φαντάζεστε τους απλούς ανθρώπους, που κατά καιρούς άκουγα να λένε ότι δεν μπορούν να αφήσουν το χωριό και να ζήσουν στα τσιμέντα.
Θα μου λείψει και κάτι ακόμα. Οι στιγμές που είχαμε με τη μικρή στο σπιτάκι που νοίκιαζε. Ούτε κι αυτό ήταν κάτι ιδιαίτερο, αντίθετα ήταν παλιό, με σπασμένα πόμολα και μπετούγιες, ξεχαρβαλωμένη μπαλκονόπορτα και ντουλάπια, με το παρκέ φαγωμένο στην άκρη του και μια απωθητική οσμή στην κουζίνα.
Κι όμως, θα μου λείψει όσο τίποτα η ζεστασιά του. Οι στιγμές μας που καθόμασταν στην κουζίνα και τρώγαμε πίτσα ή κρέπες, με ένα μπουκάλι εναμισόλιτρο coca cola zero ο καθένας στην καθισιά του και γελάγαμε με ό,τι κατεβάσει ο νους σας. Θα μου λείψουν τα καδράκια που είχε διακοσμήσει τους τοίχους για να δώσει μια όμορφη πινελιά στο χώρο της. Θα μου λείψει ακόμα και το ντιβάνι που στραβοκοιμόμουν και πάντα ξυπνούσα με πόνο στην πλάτη, αλλά αμέσως μετά πήγαινα και έφερνα καφεδάκια και μπουγάτσες για να φάμε όταν ξυπνούσε.
Ήταν το τέλος μιας εποχής σημαδιακής για εκείνη. Πήγε κοριτσάκι και γυρνάει ώριμη και υπεύθυνη γυναίκα έχοντας μάθει πολλά - όχι μόνο από τη σχολή. Έμεινε για πρώτη φορά μόνη της, ανέλαβε ευθύνες, κράτησε ολόκληρο σπιτικό χωρίς τη βοήθεια της μαμάς ή του μπαμπά.
Θα της λείψει κι εκείνης πολύ. Παρά τις σπασμένες μπετούγιες, τη μυρωδιά της κουζίνας, τα ξεχαρβαλωμένα ντουλάπια, θα της λείψει το σπιτάκι της. Είχε όλη τη ζεστασιά και την ελευθερία που θα μπορούσε να έχει, και τη φρεσκάδα μιας εποχής που φεύγει και δεν γυρνά ξανά.
Διαρκώς περνάει από το μάτι μου η ατάκα «support art workers» καθώς τριγυρνάει στους χώρους του διαδικτύου καθημερινά. Δεν θα σταθώ στο αν συμφωνώ ή όχι – προφανώς και συμφωνώ όπως και συμφωνώ με το support των workers που πλήττονται την περίοδο της πανδημίας ειδικότερα αλλά και γενικότερα την οποιαδήποτε στιγμή.
Οι εργαζόμενοι των τεχνών μόνο τώρα πλήττονται δηλαδή;
Πόσοι άνεργοι ηθοποιοί υπάρχουν στις «φυσιολογικές» μη πανδημικές συνθήκες; Πόσοι μουσικοί; Πόσοι φωτιστές, ηχολήπτες, φωτογράφοι και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο.
Έχετε ποτέ αναρωτηθεί πόσο αμείβεται ένας ηθοποιός – που δεν είναι αναγνωρίσιμος -μετά από μια παράσταση; Ή ένας τραγουδιστής/μουσικός που παίζει στο μπαράκι για να πιείτε εσείς το ποτό σας;
Κι αν ναι τι συμφωνία έχει ο εργαζόμενος στην/της τέχνη/ς με το αφεντικό του χώρου που τον φιλοξενεί ή με τον εργοδότη του;
Έχετε ψάξει ποτέ πόσες συμφωνημένες δουλειές – με τις οποίες έχουν υπολογιστεί ότι θα καλυφθούν πάγια έξοδα του μήνα- τινάζονται στον αέρα την τελευταία στιγμή γιατί έτυχε να βρέχει και δεν ήρθε κόσμος;
Εκείνο το «ψαλίδι» το ξέρετε; Όχι αυτό που κόβεις το χαρτί, αλλά το μεροκάματο γιατί έτυχε πάλι να μην υπάρχει πληρότητα στον χώρο;