Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

6 [ΚΕΝΟ] ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ - Σκέψεις και Εικόνες από μια Πόλη σε Καραντίνα - Εικόνα 3: Σίνδος, του Βασίλη Καψάλη

Αυτή τη φορά ήταν 4 [ΚΕΝΟ] ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ, χρειάστηκε βλέπετε να ανέβω Θεσσαλονίκη για να ξενοικιάσουμε το σπίτι της κόρης μου στη Σίνδο.

Το περίμενα πώς και πώς. Τόσο για το ταξίδι αυτό καθ'αυτό, όσο και για το ότι θα ηρεμήσουμε λίγο οικονομικά.

Γύρισα πίσω με ανάμεικτα συναισθήματα. Θα μου λείψει αυτή η εμπειρία, παρόλο που δεν ανέβαινα τόσο συχνά.

Θα μου λείψει η Σίνδος. Μην νομίζετε, δεν είναι και κάτι το ιδιαίτερο, αντίθετα... Ένα μεγάλο χωριό είναι, που δεν το λες και παραδοσιακό. Παραδίπλα είναι η βιομηχανική ζώνη. Παρά την εμφανή ανάπτυξη και πολλά νεόδμητα κτίρια, αρκετά άλλα κτίσματα είναι γκρεμισμένα ή εγκαταλελειμμένα και υπάρχει ενίοτε διάσπαρτη μια κάποια αίσθηση μιζέριας.


Και πάλι, θα προτιμούσα χίλιες φορές να ζω εκεί παρά στη μεγαλούπολη. Τίποτα δεν υποκαθιστά αυτό που νιώθω όταν σηκώνω το βλέμμα στο δρόμο και το αφήνω να χάνεται ως το τέρμα του ορίζοντα. Όταν προσπαθεί η ματιά να μετρήσει τον ουρανό και δεν τα καταφέρνει. Όταν νιώθεις στο δέρμα σου και στην αναπνοή σου την καθαρότητα της φύσης.

Δεν τη μπορώ την πόλη. Τη θεωρώ το μεγαλύτερο αμάρτημα της ανθρωπότητας, τον χειρότερο κανιβαλισμό της. Την απόλυτη Αλλοτρίωση. Και πλέον καταλαβαίνω όσο δεν φαντάζεστε τους απλούς ανθρώπους, που κατά καιρούς άκουγα να λένε ότι δεν μπορούν να αφήσουν το χωριό και να ζήσουν στα τσιμέντα.

Θα μου λείψει και κάτι ακόμα. Οι στιγμές που είχαμε με τη μικρή στο σπιτάκι που νοίκιαζε. Ούτε κι αυτό ήταν κάτι ιδιαίτερο, αντίθετα ήταν παλιό, με σπασμένα πόμολα και μπετούγιες, ξεχαρβαλωμένη μπαλκονόπορτα και ντουλάπια, με το παρκέ φαγωμένο στην άκρη του και μια απωθητική οσμή στην κουζίνα.

Κι όμως, θα μου λείψει όσο τίποτα η ζεστασιά του. Οι στιγμές μας που καθόμασταν στην κουζίνα και τρώγαμε πίτσα ή κρέπες, με ένα μπουκάλι εναμισόλιτρο coca cola zero ο καθένας στην καθισιά του και γελάγαμε με ό,τι κατεβάσει ο νους σας. Θα μου λείψουν τα καδράκια που είχε διακοσμήσει τους τοίχους για να δώσει μια όμορφη πινελιά στο χώρο της. Θα μου λείψει ακόμα και το ντιβάνι που στραβοκοιμόμουν και πάντα ξυπνούσα με πόνο στην πλάτη, αλλά αμέσως μετά πήγαινα και έφερνα καφεδάκια και μπουγάτσες για να φάμε όταν ξυπνούσε.

Ήταν το τέλος μιας εποχής σημαδιακής για εκείνη. Πήγε κοριτσάκι και γυρνάει ώριμη και υπεύθυνη γυναίκα έχοντας μάθει πολλά - όχι μόνο από τη σχολή. Έμεινε για πρώτη φορά μόνη της, ανέλαβε ευθύνες, κράτησε ολόκληρο σπιτικό χωρίς τη βοήθεια της μαμάς ή του μπαμπά.

Θα της λείψει κι εκείνης πολύ. Παρά τις σπασμένες μπετούγιες, τη μυρωδιά της κουζίνας, τα ξεχαρβαλωμένα ντουλάπια, θα της λείψει το σπιτάκι της. Είχε όλη τη ζεστασιά και την ελευθερία που θα μπορούσε να έχει, και τη φρεσκάδα μιας εποχής που φεύγει και δεν γυρνά ξανά.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

"Support art workers every day" του Γιώργου Πάχου

Διαρκώς περνάει από το μάτι μου η ατάκα «support art workers» καθώς τριγυρνάει στους χώρους του διαδικτύου καθημερινά. Δεν θα σταθώ στο αν συμφωνώ ή όχι – προφανώς και συμφωνώ όπως και συμφωνώ με το support των workers που πλήττονται την περίοδο της πανδημίας ειδικότερα αλλά και γενικότερα την οποιαδήποτε στιγμή.

Οι εργαζόμενοι των τεχνών μόνο τώρα πλήττονται δηλαδή;  

Πόσοι άνεργοι ηθοποιοί υπάρχουν στις «φυσιολογικές» μη πανδημικές συνθήκες; Πόσοι μουσικοί; Πόσοι φωτιστές, ηχολήπτες, φωτογράφοι και δεν ξέρω και εγώ τι άλλο.

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί πόσο αμείβεται ένας ηθοποιός – που δεν είναι αναγνωρίσιμος -μετά από μια παράσταση; Ή ένας τραγουδιστής/μουσικός που παίζει στο μπαράκι για να πιείτε εσείς το ποτό σας;

Κι αν ναι τι συμφωνία έχει ο εργαζόμενος στην/της τέχνη/ς  με το αφεντικό του χώρου που τον φιλοξενεί ή με τον εργοδότη του;

Έχετε ψάξει ποτέ πόσες συμφωνημένες δουλειές – με τις οποίες έχουν υπολογιστεί ότι θα καλυφθούν πάγια έξοδα του μήνα- τινάζονται στον αέρα την τελευταία στιγμή γιατί έτυχε να βρέχει και δεν ήρθε κόσμος;

Εκείνο το «ψαλίδι» το ξέρετε; Όχι αυτό που κόβεις το χαρτί, αλλά το μεροκάματο γιατί έτυχε πάλι να μην υπάρχει πληρότητα στον χώρο;


Σταματάω εδώ. Δεν θα συνεχίσω παρότι έχω κι άλλα.

Γι αυτό Support Art Workers κάθε μέρα και γενικά.   

Γιώργος Πάχος

Κάθε Πέμπτη ,τα μεσάνυχτα στο www.lavitaradio.gr

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Ο δέκατος έκτος γύρος - Ο Μπομπ Ντίλαν και ο «Τυφώνας» της Ελενας Βογιατζή

Ο φυλακισμένος με τον αριθμό 45472 ήταν, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο

“φάκελό” του, ένα “εχθρικό και επιθετικό άτομο”, που μπορούσε να γίνει,

όπως υποστήριζε ο ψυχολόγος της φυλακής στο Τρέντον, «χειριστικός και

βίαιος στην προσπάθειά να ικανοποιήσει το “εγώ” του».

Το 1967, πριν ακόμα ο τραγουδιστής και βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας,

Μπομπ Ντίλαν, γράψει μαζί με τον συνεργάτη του Ζακ Λέβι ένα από τα πιο γνωστά

τραγούδια διαμαρτυρίας, το «Hurricane», ο πυγμάχος Ρούμπιν Κάρτερ,

οδηγήθηκε στις φυλακές του Τρέντον Στέιτ, καθώς, κρίθηκε ένοχος για ένα

έγκλημα, που ίσως ποτέ δεν διέπραξε.

Είχε καταδικαστεί μαζί μ’ έναν φίλο του, τον Τζον Άρτις, για τον πυροβολισμό και το

θάνατο τριών ανθρώπων σε μπαρ στο Νιου Τζέρσεϊ, το βράδυ της 17 ης Ιουνίου 1966.

Μέχρι τότε, ο «φυλακισμένος με τον αριθμό 45472» Ρούμπιν Κάρτερ, ήταν ένας

ανερχόμενος και πολλά υποσχόμενος πυγμάχος, που «σάρωνε» στο πέρασμά

του κάθε αντίπαλο, φτάνοντας να διεκδικεί ακόμη και τον τίτλο του πρωταθλητή

στην κατηγορία των μεσαίων βαρών.




Εξ ου και το προσωνύμιο «The Hurricane» (Ο Τυφώνας) που τού απέδωσαν οι

φίλοι της πυγμαχίας τον Σεπτέμβριο του 1961, όταν κατάφερε να βγάλει νοκ άουτ τον

Φλορεντίνο Φερνάντεζ, μόλις 69 δευτερόλεπτα μετά την έναρξη του αγώνα στο

Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν, στη Νέα Υόρκη.

«Η θέα και μόνο του αντιπάλου του μέσα στο ρινγκ, ήταν αρκετή για να του

δημιουργήσει μια “ζωώδη” συμπεριφορά», είχε πει κάποτε ο Φρεντ Χόγκαν.

Συνεργάτης του Κάρτερ, κι ένας από τους ανθρώπους που «κίνησε τα νήματα» για

την αναψηλάφηση της δίκης του πυγμάχου, στα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Γεννημένος στις 6 Μαΐου 1937 στο Νιου Τζέρσεϊ, ο Ρούμπιν ήταν το τέταρτο από τα

επτά παιδιά της οικογένειας Κάρτερ, η οποία ζούσε με τα λιγοστά χρήματα που

έβγαζε ο πατέρας την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, ως «κυνηγός»

ρακούν και σκίουρων.

Στην παιδική ηλικία, έγινε αυτόπτης μάρτυρας ενός περιστατικού που, πιθανόν,

αργότερα έπαιξε το ρόλο του στη διαμόρφωση του «σκληρού» και ατίθασου

χαρακτήρα του.  

Ήταν τότε που, στον δρόμο της επιστροφής από το δάσος του Νιου Τζέρσεϊ, είχε δει

τον θείο του να απειλεί με καραμπίνα έναν οδηγό φορτηγού, όταν αυτός επιχείρησε

να βγάλει εκτός δρόμου το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν και οδηγούσε ο πατέρας

του.

Αν και ο διαπληκτισμός μεταξύ των δύο ανδρών έληξε χωρίς να υπάρξει συνέχεια (ο

οδηγός στη θέα του όπλου μπήκε ξανά στο φορτηγό του κι έφυγε) η πράξη του θείου,

πιθανόν «αποτυπώθηκε» στο μυαλό του μικρού Ρούμπιν, ως ο μοναδικός τρόπος

για να προστατευτεί κάποιος από οποιονδήποτε κίνδυνο.


Τα δυο περιστατικά που ακολούθησαν ήταν, άλλωστε, χαρακτηριστικά του τρόπου με

τον οποίο διαχειριζόταν τα «προβλήματά» του.  

Στο πρώτο, είχε χτυπήσει έναν ιεροκήρυκα που είπε στον πατέρα του ότι τον είδε να

κλέβει ρούχα και στο δεύτερο, και πολύ πιο σοβαρό, η πράξη του είχε ως συνέπεια

τον εγκλεισμό του σε αναμορφωτήριο -είχε τραυματίσει σοβαρά με μαχαίρι έναν

άνδρα, για τον οποίο ισχυρίστηκε ότι ήταν παιδόφιλος που προσπάθησε να τον

κακοποιήσει σεξουαλικά.

Μπαίνοντας στο αναμορφωτήριο, ο Κάρτερ, μάλωνε κι «έπαιζε ξύλο» με όποιον

θεωρούσε ότι έθετε σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητά του.

Ώσπου, το 1954, απέδρασε, για να ενταχθεί στην συνέχεια στον αμερικανικό στρατό

και να μετατεθεί στη Δυτική Γερμανία.

Εκεί, άρχισε να ασχολείται με την πυγμαχία.

Μετά από δύο χρόνια παραμονής στον στρατό, ο «Τυφώνας» επέστρεψε στην

Αμερική και μαζί μ’ αυτόν επέστρεψαν και οι παλιές «κακές» συνήθειες του.

Οι καυγάδες και η συμμετοχή του σε ληστείες, είχαν ως αποτέλεσμα να

«μπαινοβγαίνει» συχνά στις φυλακές, μέχρι που, σε ηλικία 24 ετών, αποφάσισε να

ρίξει όλο το βάρος στην πυγμαχία, για να μείνει μακριά απ’ τους «μπελάδες».

Το νοκ αουτ στα 69 δευτερόλεπτα στον αγώνα του 1961 με τον Φερνάντεζ, ήταν

μόνο η αρχή.

Δύο χρόνια μετά, στις 20 Δεκεμβρίου 1963, ο «Τυφώνας» σάρωσε από τον πρώτο

κιόλας γύρο, με νοκ άουτ, έναν από τους σπουδαιότερους πυγμάχους της εποχής,

τον Εμίλ Γκρίφιθ, και τον Δεκέμβριο του 1964, έφτασε να διεκδικεί τον τίτλο του

πρωταθλητή, απέναντι στον Τζόι Τζιαρντέλο.

Ο αγώνας πραγματοποιήθηκε στην «σκιά» των μεγάλων εντάσεων και ταραχών στις

Η.Π.Α, λόγω των φυλετικών διακρίσεων.

Αρχικά, κυλούσε υπέρ του Κάρτερ, αλλά, από τον 5ο γύρο και μετά, ο πρωταθλητής

Τζιαρντέλο ισορρόπησε την αναμέτρηση και ο αγώνας έφτασε μέχρι τον 15 ο γύρο.

Τότε, τον λόγο πήραν οι κριτές, οι οποίοι ανακήρυξαν ομόφωνα νικητή τον (λευκό

Αμερικανό) Τζόι Τζιαρντέλο. Η απόφαση επηρέασε αρνητικά την ψυχολογία του

Κάρτερ, ο οποίος πίστευε πως είχε αδικηθεί λόγω του χρώματός του.

Τα χειρότερα, όμως, δεν είχαν έρθει, ακόμη...

Ήρθαν το καλοκαίρι του 1966 στην περιοχή Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ, όταν λίγο

μετά τα μεσάνυχτα της 17 ης Ιουνίου, δύο άνδρες εισέβαλαν οπλισμένοι στο μπαρ

«Lafayette», με σκοπό τη ληστεία.

Ο μπάρμαν αντέδρασε, οι δράστες άνοιξαν πυρ εναντίον των θαμώνων, και

σκότωσαν εν ψυχρώ δύο άτομα τραυματίζοντας άλλα δύο: μία γυναίκα, η οποία

υπέκυψε στα τραύματά της έναν μήνα μετά το τραγικό συμβάν, κι έναν άνδρα, που

επέζησε, παρά τη σφαίρα που δέχτηκε στο κεφάλι.


Και οι τέσσερις άνθρωποι, ήταν λευκοί.

Σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, οι δύο άνδρες ήταν αφροαμερικανοί οι οποίοι

διέφυγαν από το σημείο μ’ ένα λευκό αυτοκίνητο.

Όταν η αστυνομία άρχισε να το αναζητά, εντόπισε ένα όχημα με το συγκεκριμένο

χαρακτηριστικό και το σταμάτησε για έλεγχο των επιβατών του.

Μέσα στο αυτοκίνητο ήταν τρεις (μαύροι) άνδρες: ο Ρούμπιν Κάρτερ, ο Τζον Άρτις κι

ένας φίλος τους.

Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, οι αστυνομικοί αναγνώρισαν το πρόσωπο του

«Τυφώνα», κι αυτός, όταν τού είπαν πως αναζητούσαν δύο αφροαμερικανούς ως

δράστες ενός «μακελειού» σε μπαρ της περιοχής, αντιδραστικός καθώς ήταν,

απάντησε λέγοντας.

«Και ψάχνετε δύο οποιουσδήποτε μαύρους για να τους ελέγξετε;».

Οι αστυνομικοί δεν αντέδρασαν και τους άφησαν να φύγουν. Μετά από μισή ώρα,

όμως, τους εντόπισαν ξανά και τους σταμάτησαν με σκοπό, αυτή τη φορά, να κάνουν

έλεγχο στο αυτοκίνητο.

Βρήκαν ένα πιστόλι και μία καραμπίνα.  

Οι Κάρτερ και Άρτις συνελήφθησαν (ο τρίτος επιβάτης είχε πάει ήδη σπίτι του) και

στην συνέχεια οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο προκειμένου να γίνει η αναγνώριση, από

τον ένα, εκ των δυο, τραυματιών της επίθεσης,

Ο τραυματίας όμως, δεν είδε στα πρόσωπα των δύο ανδρών τους δράστες και

αφέθηκαν ελεύθεροι.

Τέσσερις μήνες μετά από εκείνο το βράδυ, κι ενώ ο δήμαρχος του Πάτερσον, Φρανκ

Γκρέιβς, «έταξε» αμοιβή 10.000 δολαρίων σε όποιον έδινε πληροφορίες για τους

δράστες της επίθεσης, εμφανίστηκαν δύο μάρτυρες. Ο «μικροαπατεώνας» Άλφρεντ

Μπέλο και ο Άρθουρ Ντέξτερ Μπράντλεϊ.

Η μαρτυρία του Μπέλο, ότι είδε τον «Τυφώνα» μαζί με έναν ακόμη άνδρα να

οπλοφορούν έξω από το μπαρ, κρίθηκε αρκετή για να οδηγήσει τους Ρούμπιν

Κάρτερ και Τζον Άρτις στο εδώλιο του κατηγορουμένου και να καταδικαστούν από το


δικαστήριο σε ισόβια κάθειρξη.

Μέσα από την φυλακή ο «Τυφώνας» ξεκίνησε τον αγώνα για την αθώωσή του.

Άρχισε να διαβάζει βιβλία και να γράφει σημειώσεις (πάνω στο χαρτί της τουαλέτας),

έχοντας ως στόχο να εκδώσει την αυτοβιογραφία του.

Το πέτυχε το 1974, όταν  κυκλοφόρησε το βιβλίο με τίτλο «The Sixteenth Round:

From Number 1 Contender to Number 45472», αντίτυπο του οποίου έφτασε, το

καλοκαίρι του ίδιου έτους, στα χέρια του μουσικού, Μπομπ Ντίλαν.





Ο νεαρός τότε, τραγουδιστής, με την έντονη ακτιβιστική  δράση, διάβασε την

ιστορία και αποφάσισε να βοηθήσει τον Κάρτερ, ώστε να πετύχει την

αναψηλάφηση της δίκης. 

Πρώτα, ζήτησε και τον συνάντησε στη φυλακή.

Μετά, έγραψε το τραγούδι «The Hurricane», το οποίο κυκλοφόρησε στις 30

Οκτωβρίου 1975 και παρουσίασε στο κοινό στις 8 Δεκέμβριου του ίδιου έτους,

σε συναυλία που πραγματοποιήθηκε στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν, στο πλαίσιο

της περιοδείας, Rolling Thunder Revue.

Σκοπός του τραγουδιού, (https://youtu.be/bpZvg_FjL3Q) ήταν (κυρίως) η ιστορία

να «τραβήξει» την προσοχή του κοινού.



Το τραγούδι έφτασε μέχρι το Νο 33 του Billboard 100 στις Η.Π.Α. και θεωρείται, ένα

από τέσσερα πιο επιτυχημένα σινγκλ του Ντίλαν στη δεκαετία του ’70.

Εκτός από το τραγούδι, ο αμερικανός μουσικός, διοργάνωσε συναυλίες στις οποίες

συμμετείχαν αρκετοί διάσημοι καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους, ο Στίβι Γουόντερ, ο Άιζακ

Χέιζ και η Ρομπέρτα Φλακ.



Τα έσοδα θα δίνονταν για την κάλυψη ενός μέρος του ποσού των δικαστικών εξόδων

που απαιτούνταν για τη δεύτερη δίκη, ενώ, το υπόλοιπο θα συμπληρωνόταν από

τον σπουδαίο πυγμάχο Μοχάμεντ Αλί, παρά το γεγονός ότι δεν συμπαθούσε

ιδιαίτερα τον Κάρτερ.

Ωστόσο, είχε δεχθεί να τον βοηθήσει στον αγώνα που έδινε για την αθώωσή του.

Το ίδιο διάστημα, ο παλιός συνεργάτης του Κάρτερ, ο Φρεντ Χόγκαν, ξεκίνησε τη

δική του «μάχη» για να πετύχει την επανάληψη της δίκης.  Και την πέτυχε, με τον

Κάρτερ να αποφυλακίζεται με εγγύηση το 1976, αφού, οι βασικοί μάρτυρες

κατηγορίας άλλαξαν την αρχική τους κατάθεση.

Μόνο που ένας εξ αυτών, την ανακάλεσε με αποτέλεσμα ο «Τυφώνας» να οδηγηθεί

ξανά στη φυλακή λίγους μήνες αργότερα.

Την ίδια περίοδο είδε το φως της δημοσιότητας κι ένα περιστατικό, το οποίο ενέπλεκε

τον πυγμάχο στον ξυλοδαρμό μιας γυναίκας.

Ο Κάρτερ, πάντως, δεν τα παράτησε.

Συνέχισε τη «μάχη» για την αθώωση και την αποφυλάκισή του, και το 1985 έκανε νέα

αίτηση (με τη βοήθεια Καναδών νομικών που έμαθαν για την υπόθεσή του από το

νεαρό Λέσρα Μάρτιν) με την αιτιολογία της «μη δίκαιης δίκης».

Αποφυλακίστηκε οριστικά μετά από 19 χρόνια φυλάκισης.

Μέχρι τις 20 Απριλίου 2014, που έφυγε σε ηλικία 76 χρόνων έχοντας προσβληθεί

από καρκίνο του προστάτη, ο Ρούμπιν Κάρτερ, αφιέρωσε τη ζωή του στην

υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.



Το 1999 δε, είδε τη ζωή του να «μεταφέρεται» στις κινηματογραφικές αίθουσες στην

ταινία «Ο Τυφώνας», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Ντένζελ Ουάσινγκτον.

Η ταινία, που έκανε πρεμιέρα το κινηματογραφικό φεστιβάλ του Τορόντο τον

Σεπτέμβριο του 1999 κι άρχισε να προβάλλεται στις 29 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους,

έδωσε στον Ουάσιγκτον το βραβείο της Χρυσής Σφαίρας για τον Α΄ανδρικό ρόλο και

μία υποψηφιότητα για τα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου

(Όσκαρ).

Σε μία από τις τελευταίες σκηνές του έργου, τα λόγια του ηθοποιού προς τον δικαστή,

αποδεικνύουν τον μεγάλο αγώνα που είχε δώσει ο Κάρτερ καθόλη της διάρκεια της

ζωής του, μέχρι να βρει τη δικαίωση που αναζητούσε.

«Η δουλειά μου -έλεγε στην σκηνή- ήταν να παίρνω όλο το μίσος και να οδηγώ

έναν άνδρα στην καταστροφή το! Και το έκανα!

»Όμως ο Ρούμπιν “Hurricane” Κάρτερ δεν είναι δολοφόνος!

»Πέρασα είκοσι χρόνια κλειδωμένος σ’ ένα κλουβί γιατί με θεωρούσαν επικίνδυνο για

την κοινωνία. Δεν με αντιμετώπισαν ως άνθρωπο. Δεν με αντιμετώπισαν ως άτομο.

»Μετρούσα 15 φορές την ημέρα. Εξέτησα μία ποινή στον οίκο της Δικαιοσύνης, αλλά,

ακόμα δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη σε μένα.  

»Σας ζητώ να λάβετε υπ’ όψιν σας τα στοιχεία. Μη “γυρίσετε” την πλάτη σας στην

αλήθεια. Μη “γυρίσετε” την πλάτη σας στη συνείδησή σας. 

»Σας παρακαλώ μην αγνοήσετε το νόμο κι αυτό που υπηρετεί: τη ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ...»

Πηγές: BBC, Billboard, Rolling Stone Magazine, The Hurricane ( film 1999)

Επιμέλεια: Έλενα Βογιατζή

*** Η εκπομπή Alter Ego μεταδίδεται κάθε Σάββατο 14:00-16:00 στο www.lavitaradio.gr